ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
φαλτσάρισμα — το, ατος 1. παραφωνία, παρατονία, δυσαρμονία: Είναι παράφωνος, κάνει φαλτσαρίσματα. 2. αντικανονικότητα, εκτροπή από την ομαλή πορεία: Ενώ του είπα να καθίσει φρόνιμα, αυτός όλο φαλτσαρίσματα είναι. 3. φάλτσο, λάθος: Στο παιχνίδι κερδίζει όποιος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
πινγκ-πονγκ — (ήεπιτραπέζιο τένις). Παιχνίδι που παίζεται από 2 ή 4 παίκτες ανά ζεύγη, που χρησιμοποιούν για χώρο παιγνιδιού ένα τραπέζι, και ακολουθεί, με μικρές μεταβολές, όλους τους κανονισμούς τους τένις. Το τραπέζι έχει κανονικά πράσινο χρώμα με άσπρο… … Dictionary of Greek
σουτ — (I) και σουστ και σους και σου Ν επιφών. σιωπή! σιγά! [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.]. (II) το, Ν 1. (στο ποδόσφαιρο) το τελικό λάκτισμα τής μπάλας στην αντίπαλη εστία 2. (στην καλαθοσφαίριση) πετυχημένη βολή τής μπάλας 3. φρ. «έφαγε σουτ» τόν… … Dictionary of Greek
Μπράουν, κίνηση του- — Αδιάκοπη και άτακτη κίνηση λεπτότατων, αλλά ορατών στο μικροσκόπιο, σωματιδίων, που αιωρούνται σε ένα υγρό· η ονομασία προέρχεται από τον Σκοτσέζο βοτανολόγο Ρόμπερτ Μπράουν (1773 1858), ο οποίος παρατήρησε για πρώτη φορά την κίνηση αυτή το 1827 … Dictionary of Greek
2008–09 Cypriot First Division — Cypriot First Division Season 2008–09 Champions APOEL 20th Cypriot championship Relegated Alki AEK Atromitos Champions League APOEL UEFA Eu … Wikipedia
κάρφωμα — το (Μ κάρφωμα) [καρφώνω] το να καρφώνει, να στερεώνει κάποιος με καρφιά κάτι νεοελλ. 1. ακινητοποίηση, καθήλωμα 2. κατάδοση, προδοσία 3. (στο βόλεϋ) ισχυρό χτύπημα τής μπάλας ώστε αυτή να πέσει όσο το δυνατό πιο κατακόρυφα και απότομα στον χώρο… … Dictionary of Greek
καλάθι — Πλεχτό σκεύος από κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς ή από καλάμια. Ονομάζεται επίσης πανέρι, κοφίνι ή κόφα. Αρχικά, κ. ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους κάθε σκεύος που είχε περίπου το σχήμα του σημερινού κ. Με αυτό μετέφεραν κυρίως… … Dictionary of Greek